Δίνη — whirlpool fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίνῃ — Δίνη whirlpool fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… … Dictionary of Greek
δίνη — η 1. περιστροφική κίνηση του αέρα, ανεμοστρόβιλος. 2. περιστροφική κίνηση του νερού στη θάλασσα, ρουφήχτρα. 3. μτφ., εξαιρετικά μεγάλη ανωμαλία και αναστάτωση: Αργά ή γρήγορα η δίνη του πολέμου καταστρέφει τους πάντες σε μια χώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίνη — δί̱νη , δίνη whirlpool fem nom/voc sg (attic epic ionic) δινέω whirl pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δινέω whirl imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) δί̱νη , δινεύω whirl pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δί̱νη , δινεύω whirl imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίνηι — Δίνῃ , Δίνη whirlpool fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δινῶν — Δίνη whirlpool fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῖναι — δίνη whirlpool fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίναις — Δίνη whirlpool fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίναισι — Δίνη whirlpool fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)